αφροκοπώ

αφροκοπώ
(-άω)
1. βγάζω συνεχώς αφρούς («αφροκοπά η θάλασσα»)
2. αφρίζω από οργή, βγάζω κραυγές μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφρός + -κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αφροκοπώ — ησα, αφρίζω πολύ και συνέχεια: Η θάλασσα αφροκοπούσε γύρω τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • αφρομανώ — ( άω) αφροκοπώ …   Dictionary of Greek

  • αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”